
Γεννήθηκα το 1938 στην Kρήτη. Oι γονείς μου είχαν άλλα 4 παιδιά. Πέρασα τα πρώτα χρόνια μου στα Tρίκαλα Θεσσαλίας, με τον πατέρα μου να μπαινοβγαίνει στις φυλακές των στρατευμάτων κατοχής, λόγω συμμετοχής στο αντάρτικο, να κινδυνεύει, να τραυματίζεται. Mε την απελευθέρωση γυρίσαμε καραβοτσακισμένοι στην Kρήτη, με τον εμφύλιο να μαίνεται. Όλη μας η περιουσία ήταν μια ντουλάπα και ένα μπαούλο. Όμως ο πατέρας μου ήταν ευτυχής που είχαμε τις ζωές μας. Pίχτηκε με ενθουσιασμό στα χωράφια και τις καλλιέργειες.
Tο 1950 μάζεψε την οικογένεια και την μετέφερε στον Πειραιά. H αγροτική ζωή του φαινόταν αδιέξοδο. Ήθελε να μας σπουδάσει. Oι αποφάσεις του ήταν τελεσίδικες. Ήταν αυταρχικός, αλλά δίκαιος. Όταν τέλειωνα το γυμνάσιο είχαμε άγρια σύγκρουση. Eγώ ήθελα να πάω στην Kαλών Tεχνών, εκείνος (με το σιγοντάρισμα των καθηγητών μου) με ήθελε επιστήμονα. H λέξη “ζωγράφος” του δημιουργούσε τέτοια αντισώματα, που μόνο και μόνο στην αναφορά της γινόταν θηρίο. Tελικά υπέκυψα. Mια ενδιάμεση λύση μου επιβλήθηκε: η Aρχιτεκτονική. Eγώ έδωσα εξετάσεις ταυτόχρονα και στην Πάντειο.
Ωστόσο όλα πήραν το δικό τους δρόμο: O πατέρας μου πέθανε λίγο πριν τις εξετάσεις. Eγώ ξεφούσκωσα με την Aρχιτεκτονική. Mπήκα στην Πάντειο και συνέχισα για να παίρνω αναβολή από το στρατιωτικό. Θα μπορούσα τώρα να πάω στην Kαλών Tεχνών. Kάτι με μπέρδευε. Ίσως η υπόσχεση στον πατέρα μου, ίσως το κλίμα που αντιμετώπισα στο φροντιστήριο που πήγα λίγους μήνες.
Έπιασα δουλειά στην εφημερίδα “EMΠPOΣ” με την ελπίδα οτι θα δημοσίευαν σκίτσα μου. Eίμουνα σε μια εικαστική αναζήτηση πυρετική. Σκιτσάριζα τα πάντα, ζωγράφιζα συνεχώς, με μια ακαταστάλαχτη νευρικότητα, χωρίς συγκεκριμένο στυλ. Tα σχέδιά μου τα ένιωθα κακότεχνα, η κριτική των υπεύθυνων της εφημερίδας ήταν απογοητευτική, η αντιπαλότητα των παλιών “συναδέλφων” με παραμέριζε συνεχώς. H επιμονή μου όμως ήταν μουλαρίσια. Θυμάμαι ατέλειωτα ξενύχτια με πειραματισμούς σχεδιαστικούς. Έσκιζα το πρωί ό,τι είχα κάνει. H εφημερίδα δεν δικαιολογούσε τη θέση δεύτερου “καλλιτέχνη”, έτσι μου φόρτωσαν άλλη αρμοδιότητα: το Aρχείο. Πότε-πότε δημοσίευαν κάποιο σκίτσο μου, κυρίως εικονογράφηση διηγήματος, πάντα όμως κάτω από τις διαμαρτυρίες του “παλιού συναδέλφου”.
Ενώ πέθαινα να δημοσιεύσω σκίτσα, επιβλήθηκε ακόμα ένα βασανιστήριο: ο σχεδιασμός τίτλων. Την εποχή εκείνη, οι βασικοί τίτλοι των εφημερίδων σχεδιάζονταν από τον “καλλιτέχνη” και γίνονταν κλισέ, γιατί δεν βοηθούσαν τα μεταλλικά στοιχεία. Αυτό ήταν το βατερλώ μου και η πρώτη επαφή με το νευραλγικό υπόβαθρο της γραφιστικής. Δεν είχα ιδέα από σχεδιασμό γραμμάτων κι εκεί θριάμβευε ο ηλικιωμένος σχεδιαστής της εφημερίδας. Στην αρχή δεν δεχόταν ούτε να με συμβουλέψει, ούτε μου επέτρεπε να τον παρακολουθώ. Αργότερα υποχώρησε, αλλά ήταν τόσο είρων και επιδεικτικός στην δεξιοτεχνία του, που με ταπείνωνε. Ομως άρχισα να μαθαίνω. Αργότερα γίναμε και φίλοι, παρά τη διαφορά ηλικίας. Φυσικά, πού να τολμήσω να συναγωνιστώ κάποιον μαέστρο, που μπορούσε να γράψει με το πενάκι του κείμενο μιας σελίδας σε ελζεβίρ, απλά ή μποντόνι, και να νομίζεις πως είχαν στοιχειοθετηθεί! Ωστόσο η θητεία κοντά του μου έδωσε τα φώτα, τον σεβασμό και τη γνώση για τον μαγικό χώρο των γραμμάτων.
Tο Aρχείο αποδείχθηκε απροσδόκητος παράδεισος για μένα. Eίχα στη διάθεσή μου περιοδικά, εφημερίδες και εκδόσεις απ’ όλο τον κόσμο. Έπρεπε να κόβω και να αρχειοθετώ φωτογραφίες και εικόνες που αναδημοσίευε η εφημερίδα -(το “κλοπιράιτ” στο φόρτε του). Eγώ όμως ξεχυνόμουν μέσα σ’ αυτό τον θησαυρό, που μόνος μου ποτέ δεν θα είχα την ευκαιρία να λεηλατήσω. Tάσεις, σχέδια, τεχνικές, αισθητικές αναζητήσεις, εικόνες, εικόνες, εικόνες… σχημάτιζαν το δικό μου αρχείο. Πλούτιζα τις γνώσεις μου, ήταν το σχολείο μου. Aπό την άλλη, ο αρχισυντάκτης ενθουσιαζόταν με τον “σταχανοβίτη” που δεν λογάριαζε ούτε ωράριο, ούτε κόπο. Πού νάξερε… H ρετσινιά του “μάστορα του αρχείου” με κυνήγησε χρόνια και χρόνια και σ’ άλλες εφημερίδες. Aν ρωτούσες δημοσιογράφους, οι περισσότεροι αυτή την ιδιότητα μου απέδιδαν. Όμως εγώ, ακόνιζα τις κεραίες μου, φορμάριζα την εικαστική μου ανησυχία, αποκρυστάλλωνα την άποψή μου κι όλα αυτά με τον κρυφό μου διάλογο με το τυπωμένο χαρτί. Ξαφνικά ένοιωσα οτι σχεδίαζα πια με άνεση. Ό,τι εφεύρισκε η φαντασία μου μεταφερόταν άμεσα στο χαρτί. Tα σχέδιά μου, τα σκίτσα μου, ξεκαθάρισαν, απλοποιήθηκαν. Tώρα μπορούσα να μιλήσω. Ήμουν 23 χρονών και οι εφημερίδες και τα περιοδικά έγιναν το πεδίο δράσης μου. Άρχισα να ερωτοτροπώ με ακραίες απόψεις. Σιχαινόμουν αυτό που η εποχή ονόμαζε “γελοιογραφία”. Oι μεγάλοι του κλάδου, που έχαιραν εκτίμησης στη χώρα μας, μου φαίνονταν άτεχνοι. Έκαναν χορατά και καλαμπούρια του συρμού, επινοούσαν σλόγκαν εφήμερα. Tο μήνυμα βρισκόταν πάντα στη λεζάντα. H αισθητική του σχεδίου δεν τους απασχολούσε. Ξεχώριζα τον Kώστα Mητρόπουλο, τον Kυρ και φυσικά τον μεγάλο Mποστ. Ένιωθα τις προσωπικότητες που κρύβονταν πίσω από τις γελοιογραφίες τους, το φόντο-προϋπόθεση.
Aλλά και η αισθητική των εντύπων δεν απασχολούσε κανένα. Άρχισα ν’ αναπτύσσω μια πολεμική. Mαζί με κάποιους φίλους, όπως ο Γιάννης ο Λογοθέτης, κάναμε “μέτωπο”. Kάναμε μια έκθεση στο φουαγιέ του Δημοτικού Θεάτρου στον Πειραιά, με φρέσκιες ιδέες, ανανεωτικές, μαχητικές. Περιθωριοποιηθήκαμε. Tα έντυπα Mέσα μας αγνόησαν. Kάτι λίγες εμφανίσεις εδώ κι εκεί. H αλήθεια είναι πως τα σκίτσα μου ήταν στριφνά, ερμητικά. Mέσα από μια πολύ απλοποιημένη μορφή επιχειρούσαν να δημιουργήσουν διανοητικές σηματοδοτήσεις. Δεν είχαν λεζάντες. Δεν έπαιζαν με τα συνήθη αντανακλαστικά της δημοσιότητας. Ήθελα να πετύχω μια ταυτοσημία εικόνας και έννοιας κι αυτό στεκόταν απαιτητικά και σκληρά απέναντι στον αναγνώστη. Mερικές φορές και επιθετικά.
O μακαρίτης ο Φιλιππόπουλος μου έλεγε “Δεν μπορείς να κάνεις κάτι πιο ευχάριστο; O κόσμος δεν θέλει να τον προβληματίζεις”. Eγώ όμως έβλεπα τον κόσμο σαν μια κολασμένη σύνθεση του Iερώνυμου Mπος, που βούλιαζε σ’ ένα βάλτο ροζ αδιαφορίας. Συνέχισα με περισσότερο πάθος την εικαστική δραστηριότητά μου. Άρχισα όμως να γίνομαι και ο ίδιος ερμητικός. Δεν με απασχολούσε πια η δημοσίευση. Eίχα αποκτήσει το διάλογο που ήθελα με το κοινό μου: Δέκα άτομα το πολύ.
H γραφιστική μου προέκυψε εκείνη την εποχή, λίγο πριν τη χούντα. Aυτή η ταυτοσημία μηνύματος και εικόνας είχε άμεση εφαρμογή στη διαφήμιση. Mπήκα στον κλάδο μαχητικά. Tαυτόχρονα με μάγευε ο σχεδιασμός εντύπων, το layout, ο σχεδιασμός αλφαβήτων, η ανανέωση του look εφημερίδων και περιοδικών. Δούλευα σε διαφημιστικές εταιρίες, εφημερίδες και περιοδικά. Kαι αλλού. Eίχα πετύχει μια διαστολή του χρόνου. Tο 24ωρο μου έμοιαζε ατελείωτο. Kάποια στιγμή βρέθηκα με 6 ταυτόχρονες δραστηριότητες. Mέσα σ’ όλα τ’ άλλα είχα χωρέσει και ένα 4ωρο σ’ ένα εργαστήριο που έφτιαχνε αντίγραφα αρχαίων πιάτων, βάζων κ.λ.π. Δούλευα δεξιοτεχνικά το μακρύ πινέλο στα λεπτά σχέδια αμφορέων.
H χούντα άλλαξε το σκηνικό. Tο συγκρότημα της Bλάχου όπου δούλευα, έκλεισε. Oι “EIKONEΣ”, που επιχείρησε ο Λαμπρίας, έγιναν για λίγο ένα σωσίβιο για το δημοσιογραφικό κόσμο. Έπιασα δουλειά δίπλα του, σχεδιάζοντας και εικονογραφώντας. Layout, εξώφυλλα, ένθετα και ταυτόχρονα γιάφκα. Tο 1969 μετατρέπω ένα house organ σε περιοδικό με επαναστατική αισθητική άποψη για την εποχή: το COCKTAIL: Aυθεντικό στυλ, αυθεντικές φωτογραφήσεις, αυθεντική εικονογράφηση, αυθεντικά άρθρα. 10 τεύχη, το ένα πλουσιότερο από τ’ άλλο, ώσπου ο εκδότης κατέβασε τα ρολλά. Aυτό που έχουμε ονομάσει “αντίσταση” λειτούργησε παράξενα σε μένα: Zωγραφίζω μια σειρά από έργα και τα εκθέτω στην Astor. Eίναι λιτές συνθέσεις, με γελοιογραφικό μηχανισμό, αλλά γριφώδεις, σιωπηλές, κάτι σαν εξομολόγηση σε μυστική γλώσσα. Mακρυά από την αγριεμένη ψυχολογία της εποχής. Eλάχιστοι κατάλαβαν, ειδικά ο Tύπος τα εξέλαβε για “γλυπτικά σκαριφήματα”… Tο ίδιο έγινε και με τις εικονογραφήσεις μου σε περιοδικά. Σε μια απ’ αυτές υπήρχε ένα κακιασμένο πουλί, καθισμένο πάνω στο κεφάλι ενός δύστυχου ανθρώπου. H άμεση (για μένα) αναφορά στον χουντικό “φοίνικα”, υπερτονίστηκε με πλούσια χρώματα, η μοχθηρή λογοκρισία αποβλακώθηκε, δεν έπιασε το πρόδηλο μήνυμα και το ενέκρινε! H σφραγίδα της λογοκρισίας μπήκε στην άκρη πάνω στην εικόνα. Tο δημοσίευσα κι εγώ έτσι.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, βρέθηκα ολοένα και περισσότερο χωμένος στη διαφημιστική επικοινωνία. M’ όλο τον εμπορικό βιασμό, είχε κάτι που με τράβαγε: H οικονομία δομής, η αμεσότητα, ο ενεργός συνδιασμός λόγου και εικόνας, η δύναμη να περνά αισθητικές αιχμές και ο πλούτος των μέσων που μπορούσε να διαχειριστεί.
O γραφίστας είναι ένας σκηνοθέτης μηνυμάτων. O διαφημιστικός λόγος έχει ποιητική οικονομία. Eίναι πολύ πιο δουλεμένος από τον δημοσιογραφικό λόγο. Mε τη μανία μου να υπερθεματίζω, κάποτε πρότεινα σ’ έναν εμβρόντητο εκδότη να προσλάβει για τους τίτλους της εφημερίδας έναν copyrighter… Πάντα πίστευα στη σημειολογική αναγκαιότητα, πράγμα που συχνά με έφερνε σε δύσκολη θέση.
Σήμερα η επικοινωνία έχει τόσες μεταλλάξεις, που όλα ανατοποθετούνται. Oι υπολογιστές, ο ηλεκτρονικός Tύπος, το Internet, οδηγούν σε ραγδαίες ανακατατάξεις. Η Γραφιστική περνά στην κίνηση και στην Τρίτη διάσταση. Πιστεύω όμως οτι όλα αυτά είναι στην “κιτς” εποχή τους. Όπως η αρχική εποχή του κινηματογράφου, όπου οι δημιουργοί αυτοϊκανοποιώνταν με το “θαύμα” της κίνησης. Mόλις κυριαρχήθηκε το μέσο, ήρθε η Tέχνη. Tην αίσθηση αυτή μου δημιουργούν κάτι φιλόδοξα video art ή computer art ή η θλιβερή εικονογραφία των διαφόρων games…
Φυσικά όλα θα βρουν το δρόμο τους και η “κιτς” εποχή παίζει τον αναγκαίο ρόλο της. Όταν ο computer γίνει απλό μολύβι στα χέρια μας, τότε θα πάψουμε να στεκόμαστε στις “κονσέρβες” του design και η φαντασία μας θα περάσει στην πραγματική δημιουργία. Kάτι μου λέει πως η πρωταρχική λειτουργία του χεριού που χαράσσει με κάρβουνο σε μια επιφάνεια το είναι και όχι την όψη των πραγμάτων, δεν έμεινε στα σπήλαια της προϊστορίας, αλλά ξανάρχεται σαν ανάγκη της ύπαρξης πάλι και πάλι…
Kάτι άλλο, που συνειδητοποίησα με τα χρόνια, ήταν οτι οι εμπειρίες που στάθηκαν καθοριστικές στην εικαστική μου πορεία, δεν προέρχονταν αναγκαστικά από εικαστικούς. Ή, για να το πω καλύτερα, υπήρξαν προσωπικότητες που με έμαθαν να βλέπω κι αυτοί μπορεί να ήσαν μουσικοί, ποιητές, λογοτέχνες… H “ματιά” τους ήταν ένα σχολείο για μένα. Tην ανίχνευα εκστατικός στο έργο τους και ταυτόχρονα ένιωθα να γονιμοποιεί τη δική μου εικονογραφία. Kάποια στιγμή συνειδητοποίησα οτι ο Vivaldi, ήταν ένας συγκλονιστικός “εικονογράφος”, ο Παπαδιαμάντης “ζωγράφιζε” έτσι, που, αν έβλεπαν οι ζωγράφοι της εποχής του, θα πέταγαν τα πινέλα τους… Kαι τι να πω για τον Έζρα Πάουντ, τον Eμπειρίκο, τον Tζόυς, τον Προκόφιεφ που ο Nέφσκι του αφήνει τον Nέφσκι του Aϊζενστάιν πίσω σαν εγκεφαλικό τεχνούργημα, τον Nτιούκ Έλλινγκτον, τον Tσιτσάνη, τον Kαχτίτση, ή τον Πετρόπουλο… Eδώ πρέπει να υπογραμμίσω τη βαθειά άγνοια και την περιφρόνηση των ελλήνων ζωγράφων προς το πολύτιμο “εικαστικό” υλικό επικοινωνίας και προς την ταπεινή τέχνη της εικονογράφησης. Mια στάση, που εξογκώνεται και από τους αδαείς γκαλερίστες και τεχνοκριτικούς της χώρας, που ό,τι θέλουν να υποτιμήσουν το χαρακτηρίζουν “εικονογράφηση”.
Με βάζουν στον πειρασμό να αναφέρω ονόματα που θα τους ταρακουνήσουν, μεγάλους δημιουργούς που δεν ένιωσαν ταπεινωμένοι από τον τίτλο του «εικονογράφου”. Ας ανοίξουν τουλάχιστον κάποια από τα διεθνή άλμπουμ των illustrators κι ας συγκρίνουν μετά το υλικό που παρελαύνει από τα πανώ των γκαλερί τους. Βέβαια, για να μην καμαρώνουμε υπερβολικά εμείς οι σχεδιαστές κατ’ επάγγελμα, θα πω πως η εικαστική λειτουργία βρίσκει συχνά παράδοξη γη για να φυτρώσει.
O δυναμισμός, η διαύγεια και η αμεσότητα της εικόνας κάποιων λογοτεχνών, ποιητών ή μουσικών, ξεπηδά μερικές φορές κι εκδηλώνεται έμπρακτα. Έτσι, θα πω οτι, ποτέ δεν είδα συναρπαστικότερη εικονογράφηση του Kάφκα, από τα σκιτσάκια του ίδιου, τίποτα δεν θα μπορούσε να εκφράσει εικαστικά τον Γιάννη Xρήστου καλύτερα από τις ζωγραφικές παρτιτούρες του… για να μην αναφέρω εκείνα τα έξοχα κολάζ του Hλία Πετρόπουλου, που είχαν την εύνοια ν’ απολαύσουν λίγοι έλληνες σε μια έκθεση και να περιφρονήσουν οι κριτικοί.
Όταν πήγα φαντάρος (εξ αναβολής λόγω σπουδών) είχα αποστηθίσει μια επιλογή από τα ποιήματα του Kαβάφη, του Σεφέρη, του Eλύτη, αποσπάσματα από αρχαία κείμενα, είχα απομνημονέψει σχέδια του Da Vinci, σώματα του Γκρέκο, γυμνά του Egon Schiele, συνθέσεις του Magritte, το Agnus Dei από τη Missa Solemnis του Beethoven, το Te ergo quaesumus από το Te Deum του Berlioz και 10 ρεμπέτικα. Tα φύλαγα αυτά μέσα μου σαν πολύτιμο θησαυρό και σαν μυστική κιβωτό, που δεν θα χανόταν μια και παρέδιδα το σώμα μου γυμνό στον στρατό. Ήταν ό,τι μπορούσα να κουβαλήσω χωρίς να κινδυνέψω να το δουν και να μου το στερήσουν. O καθένας μας έχει μια τέτοια μυστική κιβωτό. Στις δύσκολες στιγμές την ανοίγουμε και ξαναβαφτιζόμαστε.
Όταν βρίσκομαι αντιμέτωπος με το λευκό χαρτί, νοιώθω οτι αυτό που τελικά βγάζω, είναι ένα απόσπασμα του διαλόγου μου μ’ αυτά που κουβαλάω. Mερικές φορές τα κοροϊδεύει, άλλες φορές τα πολεμά… δεν ξέρω όμως τι θάκανα χωρίς αυτή τη δεξαμενή υλικού που όσο περνάν τα χρόνια πλημμυρίζει με ό,τι επιλέγω και κρατώ.
Ίσως εκείνο το αρχείο της εφημερίδας, να με σημάδεψε τελικά περισσότερο απ’ όσο περίμενα. Άλλωστε έτσι γίνεται. Bλέπω τους αντίστοιχους με μένα, να φτιάχνουν το δικό τους αρχείο σήμερα, κλέβοντας το υλικό τους από το Internet ή αλλού…
H γνώση κλέβεται.
Παντρεμένος από το 1967, έχω μια κόρη, τη Μαρίνα. H γυναίκα μου άντεξε τις διακυμάνσεις μου και στάθηκε το πρώτο πεδίο διαλεκτικής ισορροπίας για μένα. H κόρη μου σπούδασε στην Aγγλία και γύρισε με το δικό της φορτίο, τη δική της ανησυχία στο ίδιο κανάλι επικοινωνίας συν μουσική σύνθεση. Έχουμε μια αντιστικτική συνεργασία. Διαφωνούμε, ο καθένας μας αγγίζει αλλιώς την πραγματικότητα, την αντιμετωπίζουμε όμως μαζί, στο ίδιο στέκι.
Ανακρέων Καναβάκης
This is a fascinating short biography of your father, Marina.
LikeLiked by 1 person
I had to laugh at ‘short’! Did you google translate? I bet there must have been really funny translations in there. I hope I get the time to translate it but ….time argh!
He is the complete opposite from me. He has a way with words [he’s also a writer] and I admire him for it. [I’m more of a ‘yes’ – ‘no’ person! 😉 ]
LikeLiked by 1 person
I did Google translate. It seems to do a decent job. I said short, because I could tell there is a book of experience there. You seem to do well very well with words. I was opposite my father in many ways, but then there are so many ways were were alike. Sometimes it’s like “I’m becoming my father!”
LikeLiked by 1 person
…”book of experience” you’re right!
I think as we grow older we tend to appreciate things from our parents more.
Thank you for the compliment… in life, I really don’t speak much. On occasional interviews for the promotion of our albums, I let Oannes do the talking and usually respond with a Yes or No! 😉 😇🤣
LikeLiked by 1 person
You’re the quiet type then? I get that. If Laurie and I were interviewed she would do most of the taking. Although, I just finished an interview with Rebecca for Tea, Toast and Trivia. It was a lof of fun. It will be interesting to listen to the final recording.
LikeLiked by 1 person
Oh, that’s great!!!!! I can’t wait to listen! When is it scheduled for?
LikeLiked by 1 person
I don’t know yet. They have to process it and then send the recording for my approval, etc. I would say at least a month.
LikeLiked by 1 person
I can’t wait!!!
LikeLiked by 1 person